ερετμώ

From LSJ
Revision as of 17:06, 8 May 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "χεῑρα" to "χεῖρα")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

ἐρετμῶ, -όω (Α) ερετμόν
1. εφοδιάζω με κουπιά («χεῖρας ἐρετμώσαντες» — επιτιθέντες με τα κουπιά στα χέρια, Ορφ.)
2. διασχίζω κωπηλατώντας, διέρχομαι διά μέσου («ἠερίους κεκεῶνας ἐρετμώσασα πεδίλως», Νόνν.)
3. φρ. α) «χεῖρας ἐρετμῶ» — χρησιμοποιώ τα χέρια για κουπιά, κολυμπώ
β) «ἐρετμῶ πορείην» — συνεχίζω τον δρόμο μου.