εὐφραντικός

From LSJ
Revision as of 10:31, 17 May 2022 by Spiros (talk | contribs)

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφραντικός Medium diacritics: εὐφραντικός Low diacritics: ευφραντικός Capitals: ΕΥΦΡΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euphrantikós Transliteration B: euphrantikos Transliteration C: effrantikos Beta Code: eu)frantiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A cheering, ὀφθαλμῶν Ath.13.608a. 2 of persons, cheery, Vett. Val. 9.3, al.: Comp. εὐφραντικώτερος = more cheered by good fortune, Cat.Cod.Astr. 8(4).238.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐφραντικός, -ή, -όν)
αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό
καρύκευμα, ήδυσμα
αρχ.
(για πρόσ.) εύθυμος.
επίρρ...
εὐφραντικώς (Α)
με ευφροσύνη, με χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευφραντός (< ευφραίνω) + -ικός].