πομπώδης

From LSJ
Revision as of 12:41, 19 May 2022 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

πομπώδης, πομπώδες, Ν πομπή
1. αυτός που εμφανίζεται σαν να γίνεται σε πομπή, επιδεικτικός, στομφώδης
2. γεμάτος μεγαλείο, μεγαλοπρεπής, πανηγυρικός.
επίρρ...
πομπωδώς
με πομπώδη τρόπο.