ἰδοῦ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
English (LSJ)
( ἴδου Hdn.Gr. ap. Choerob.in Theod.2.140), aor.2 imper.Med. of ὁράω; but, II ἰδού (on the accent v. Hdn.Gr.1.417, al.), as adverb, lo! behold! (even with words of hearing, ἰδοὺ δοῦπον αὖ κλύω τινά S.Aj.870 (lyr.), cf.El.1410): 1 with Nouns and Prons., ἰ. χελιδών Klein Meistersign.133 (Attic vase, vi B.C.), etc.; ἰ. ἐγώ here am I, LXX Ge.27.1,al.; ἰ. ἡ μνᾶ σοι Ev.Luc.19.20; οὐκ ἰ. Ἀαρών; LXXEx.4.14. 2 with Verbs, a in the imper., ἰ. θεᾶσθε S.Tr.1079, Ar.Ach.366; especially in offering a thing, take it! ἰ. δέχου παῖ S.Ph.776. b in ind. of all tenses, ἰ. πείθομαι E.Or.143 (lyr.): freq. in LXX and NT with past tenses, Ge.24.15,al., Ev.Matt.27.51, al.; in the middle of a sentence, Ev.Luc.13.16. 3 with questions, ἰ., τί ἔστιν; Ar.Nu.825, Eq.157. 4 in repeating another's words quizzingly, as ἰδού γ' ἄκρατον wine, quotha! ib.87; ἰ. λέγειν ib.344; ἰδού γε κλέπτειν Id.Th.206, cf. Ec.136.
German (Pape)
[Seite 1238] imperat. aor. med. von εἰδόμην.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδοῦ: προστακτ. τοῦ μέσ. ἀορ. εἰδόμην: - ἀλλά, ΙΙ. ἰδού, ὡς Ἐπίρρ., νά!, ἰδού!, μετὰ παντὸς εἴδους λέξεων, ἔτι καὶ ἐπὶ τοῦ ἀκούειν τι, ἰδοὺ δοῦπον αὖ κλύω τινὰ Σοφ. Αἴ. 870: - ἰδιαίτεραι χρήσεις, 1) ὅταν δίδῃ τις ἢ προσφέρῃ τι, ὡς τὸ τῆ, νά, ’πάρε το, Λατ. en tibi ! ἰδοὺ δέχου παῖ Σοφ. Φιλ. 776, πρβλ. Τρ. 1079, Εὐρ. Ὀρ. 143, Ἀριστοφ. Νεφ. 825, Εἰρ. 2. 5, κτλ.: - καλά! ὅπως ἀγαπᾶς! Ἀριστοφ. Ἱππ. 121, 157. 2) ἐν ἐπαναλήψει τῶν λέξεων ἄλλου προσώπου ἐμπαικτικῶς, ἰδού γ’ ἄκρατον, ἄ, βέβαια, κρασί! μάλιστα! τί λόγος; Ἀριστοφ. Ἱππ. 344, πρβλ. Νεφ. 873, Εἰρ. 198, Ἐκκλ. 133· ἰδού γε ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 87, Θεσμ. 206, Ἐκκλ. 136.
French (Bailly abrégé)
impér. ao.2 Moy. de ὁράω, v. *εἴδω.
Greek Monotonic
ἰδοῦ:I. προστ. Μέσ. αορ. βʹ του εἰδόμην· II. 1.ἰδού, ως επίρρ., να! ιδού! ορίστε! σε Σοφ.· ἰδού, δέχου, να! πάρε (το)!, Λατ. en tibi!, στον ίδ. κ.λπ.· καλά! όπως θέλεις!, σε Αριστοφ.
2. χρησιμοποιείται στην εμπαικτική επανάληψη των λόγων κάποιου, μάλιστα! ἰδού γ' ἄκρατον, α! βέβαια, κρασί!, στον ίδ.