εκποδών

From LSJ
Revision as of 19:56, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source

Greek Monolingual

ἐκποδών (AM)
επίρρ.
1. έξω από τα πόδια τών άλλων, μακριά απο τους άλλους («ἐκποδὼν διατρίβω, ἵσταμαι κ.λπ.»)
2. έξω απ' τα πόδια κάποιου, μακριά από κάποιον, χωρίς να ενοχλείται κάποιος («ἐκποδὼν χωρήσομαι Ἑκάβῃ», «ἐκποδὼν... τοῦδ' ἔχων μιάσματος»)
3. (με προστ.) δηλώνει βίαιη αποπομπή, εκδίωξη με σκαιὸ τρόπο («ἐκποδών» — ή «ἄπαγε σεαυτὸν ἐκποδών»)
ξεκουμπίσου
4. φρ. (i) «ἐκποδὼν ποιοῦμαί τινα»
α) απαλάσσομαι από κάποιον
β) κάνω κάποιον ανίκανο να μέ βλάψει
γ) θανατώνω
(ii) «ἐκποδὼν ποιοῦμαί τι» — καταστρέφω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τοπικό επίρρ. < εκ ποδών με μεταβολή του περισπώμενου τόνου της γενικής ποδών (< πους) σε οξύ, ήτοι με προχωρητική κίνηση του τόνου στον β' χρόνο της λήγουσας (πρβλ. και εμποδών)].