κεφαλόπους

From LSJ
Revision as of 20:00, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλόπους Medium diacritics: κεφαλόπους Low diacritics: κεφαλόπους Capitals: ΚΕΦΑΛΟΠΟΥΣ
Transliteration A: kephalópous Transliteration B: kephalopous Transliteration C: kefalopous Beta Code: kefalo/pous

English (LSJ)

ποδος, ὁ, in plural, lamb's or goat's A trotters, Cass.Fel.40 (s.v.l.).

Greek Monolingual

κεφαλόπους, -οδός, ὁ (Α)
στον πληθ. οι κεφαλόποδες
τα άκρα τών ποδιών τών αρνιών ή τών κατσικιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + -πους (< ποῦς «πόδι»), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].