συρτός

From LSJ
Revision as of 20:30, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρτός Medium diacritics: συρτός Low diacritics: συρτός Capitals: ΣΥΡΤΟΣ
Transliteration A: syrtós Transliteration B: syrtos Transliteration C: syrtos Beta Code: surto/s

English (LSJ)

ή, όν, A swept or washed down by a river, of gold-dust, etc., Plb.34.9.10, Str.3.2.10, 5.4.6. II trailing, χιτὼν σο., = σύρμα 1.1, Sch.Ar.Lys.45, cf. Poll.4.118; ζῷον, of the ἔχιδνα, Cyran.58.
συρτός, ὁ (or σύρτης, ου, ὁ), the name of a dance, A ἡ τῶν συρτῶν πάτριος ὄρχησις IG7.2712.66 (Acraephia, i A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

συρτός: -ή, -όν, παρασυρόμενος, καταφερόμενος ὑπὸ ποταμοῦ, ἐπὶ χρυσῆς κόνεως, κτλ., Πολύβ. 34. 9, 10, Στράβ. 246. ΙΙ. ὁ συρόμενος κατὰ γῆς, χιτὼν σ. = σύρμα Ι. 1, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Λυσ. 45, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 118.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό / συρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και σουρτός, -ή, -ό, Ν σύρω
1. αυτός που σύρεται καταγής, αυτός που κατά κάποιο τρόπο μετακινείται έρποντας (α. «συρτό δίχτυ» β. «συρτὸν ζῷον» — η έχιδνα, Κυραν.)
2. το αρσ. ως ουσ. βλ. συρτός (II)
3. το θηλ. ως ουσ. βλ. συρτή
νεοελλ.
φρ. «συρτή φωνή» — η φωνή με την οποία παρατείνεται η προφορά των λέξεων
αρχ.
1. (για μέταλλα) αυτός που παρασύρεται από ποταμό («τὸ δὲ πεδίον θείου πλῆρές ἐστι συρτοῦ», Στράβ.)
2. φρ. «συρτὸς χιτών» — θεατρική εσθήτα με μακριά ουρά.
(II)
ο, ΝΑ
είδος κυκλικού αλυσιδωτού χορού που χορευόταν στην αρχαιότητα και χορεύεται και σήμερα σε διάφορες παραλλαγές (α. «χόρεψαν συρτό και τσάμικο με εθνικές ενδυμασίες» β. «τὰς δὲ πατρίους πομπὰς μεγάλας καὶ τὴν τῶν συρτῶν πάτριον ὄρχησιν θεοσεβῶς ἐπετέλεσαν», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ρηματ. επιθ. συρτός (χορός) του ρ. σύρω. Η λ. απαντά και στην αρχ. Ελληνική με τη σημ. αυτή σε έναν τ. σιρτῶν της γεν. πληθ., ο οποίος μπορεί να προέρχεται είτε από λ. σύρτης είτε από λ. συρτός.

Russian (Dvoretsky)

συρτός: [adj. verb. к σύρω намытый (волнами), нанесенный (βῶλοςἀργυρῖτις Polyb.).