χρείος

From LSJ
Revision as of 20:40, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek Monolingual

(I)
τὸ, Α
(επικ. τ.) βλ. χρέος.
(II)
-ον, ΜΑ, και χρῑος, -ον, Α
1. αυτός που του λείπουν πολλά πράγματα, ενδεής, φτωχός
2. αυτός που έχει την ανάγκη ενός πράγματος («λουτροῦ χρεῑός ἐστι», Λουκιαν.)
αρχ.
χρήσιμος σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. του τ. χρή «πρέπει, χρειάζεται», με κατάλ. -ιος, πιθανότατα μέσω ενός τ. χρή-ϊος με βράχυνση του -η- προ φωνήεντος (πρβλ. ἱερήϊον > ἱερέϊον > ἱερεῖον). Η κύρια σημ. του επιθ. είναι «αυτός που έχει ανάγκη» και επομένως «ενδεής, φτωχός», ενώ η σημ. «χρήσιμος» είναι σπανιότερη και έχει προέλθει κατ' επίδραση της σημ. του επιθ. -χρεῖος «άχρηστος» (< χρεία)].