πιαντήριος

From LSJ
Revision as of 14:54, 18 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")

ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑαντηριος Medium diacritics: πιαντήριος Low diacritics: πιαντήριος Capitals: ΠΙΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: piantḗrios Transliteration B: piantērios Transliteration C: piantirios Beta Code: pianthrios

English (LSJ)

α, ον, A fattening : τὰ π. fattening food, Hp.Loc.Hom. 28.

German (Pape)

[Seite 612] zum Fettmachen, Mästen, Düngen gehörig, geschickt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πῑαντήριος: -α, -ον, ὁ πιαίνων, παχύνων, τὰ πιαντήρια, τροφὴ πιαίνουσα, παχύνουσα, Ἱππ. 418. 26.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
1. κατάλληλος για πάχυνση, για θρέψη, θρεπτικός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πιαντήρια
οι παχυντικές, οι θρεπτικές τροφές («τρέφε καὶ λουτροῖς καὶ πιαντηρίοις», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θερμαν-τήριος, πλυν-τήριος)].