γελοιαστής
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A jester, buffoon, Ptol. Megalop.2, LXX Jb.31.5, Poll.5.128, prob. in Luc.Merc.Cond. 4.
German (Pape)
[Seite 479] ὁ, Spaßmacher, Possenreißer, Ath. VI, 246 c; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
γελοιαστής: -οῦ, ὁ, γελωτοποιός, σκώπτης, Ἀθήν. 246C, Πολυδ. Ε΄, 128, Ἑβδ.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
bromista, burlón, bufón συμπότας φησὶ ... προσαγορεύεσθαι γελοιαστάς Ptol.Megalop.2, πεπορευμένος μετὰ γελοιαστῶν LXX Ib.31.5, ἀντὶ γελοιαστοῦ, σύννους Gr.Naz.M.36.617B, cf. Poll.5.128, Hsch.s.uu. γελοῖος, ἴθυμβος, κυριττοί, φλύαξ.
Greek Monolingual
γελοιαστής, ο (AM, Μ και θηλ. γελιάστρια, η) γελοιάζω
ο γελωτοποιός.