ἄφεδρος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ἡ, A menses muliebres, LXXLe.15.19, al., Dsc.2.75, Gal.14.208. II Εἰλειθυίας ἄφεδρος exudation from silver fir, Thphr.HP5.9.8.
German (Pape)
[Seite 408] ἡ, sc. κάθαρσις, monatliche Reinigung, während deren die Frauen bei den Juden getrennt saßen, LXX.; Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφεδρος: ἡ, ἡ ἔμμηνος κάθαρσις τῶν γυναικῶν, Ἑβδ. (Λευ. ιεʹ, 19, κ. ἀλλ.) Διοσκ. 2. 85.
Spanish (DGE)
-ου, ἡ
I menstruación, menstruo LXX Le.15.19, Dsc.2.75, Gal.14.208.
II bot.
1 Εἰλειθυίας ἄφεδρος cierta resina Thphr.HP 5.9.8.
2 marrubio, Marrubium vulgare L., Ps.Dsc.3.105, Ps.Apul.Herb.45.29.
Greek Monolingual
ἄφεδρος, η (Α)
η περίοδος της γυναίκας, η εμμηνορρυσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αφ- (πρβλ. απο) + -εδρος < έδρα (πρβλ. ένεδρος, έφεδρος κ.ά.)].