έξαναλόω
From LSJ
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
Greek Monolingual
ἐξαναλίσκω και έξαναλῶ, έξαναλόω, Μ και ἐξαναλώνω (AM) αναλίσκω
1. ξοδεύω εντελώς, καταδαπανώ, καταξοδεύω («καὶ τὰ μὲν παρ' έμοῦ ἐξανηλωμένα», Δημοσθ.)
2. εξαντλώ, φθείρω
(«[τὸ ὑγρὸν] ἐξανήλωσεν ὁ ἥλιος», Θεόφρ.)
3. καταστρέφω εντελώς, αφανίζω («οὔπω θέλοντος ἐξαναλῶσαι γένος», Αισχύλ.)
μσν.
καταβροχθίζω.