ἐπιρράπιξις
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
εως, ἡ, reproof, Ion Hist.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιρράπιξις: Ἰων. ἀντὶ ἐπιρράπισις, εως, ἡ, ἐπίπληξις, Ἴων παρ’ Ἀθην. 604Β.
Greek Monolingual
ἐπιρράπιξις, και ιων. τ. ἐπιρ(ρ)άπιξις, ἡ (γεν. -ιος) (Α) επιρραπισμός.