προαναλέγω

From LSJ
Revision as of 19:20, 6 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προαναλέγω Medium diacritics: προαναλέγω Low diacritics: προαναλέγω Capitals: ΠΡΟΑΝΑΛΕΓΩ
Transliteration A: proanalégō Transliteration B: proanalegō Transliteration C: proanalego Beta Code: proanale/gw

English (LSJ)

A mention before, Mitteis Chr.31v25, 1x1 (ii B.C., Pass.). II collect, gather before, Sammelb.4425 iii 10 (ii A.D.):—also in Med., Gp.10.22.1.

German (Pape)

[Seite 707] vorher aufzählen, Geopon.

Greek (Liddell-Scott)

προαναλέγω: ἀναφέρω, μνημονεύω, πρότερον, Papyr. Gr. Peyron 1. 34. II Μέσ., συλλέγω πρότερον, προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων Γεωπ. 10. 22, 1.

Greek Monolingual

ΜΑ
(ενεργ
και μέσ.) συλλέγω προηγουμένως («προαναλεξάμενος πᾶν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.)
αρχ.
αναφέρω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀναλέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω». Η λ. με τη σημ. «αναφέρω προηγουμένως» < προ- + ἀνά + λέγω «μιλώ»].