φιδίτης
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
English (LSJ)
[ῑτ], ου, Dor. -ας, α, ὁ, A member of a φιδίτιον, Sphaer.Stoic.1.142, Ath.4.140e (φειδ- codd.Ath. in both places).
Greek Monolingual
και φειδίτης, -ου, ό, δωρ. τ. φιδίτης, -α, Α
μέλος φιδιτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -ίτης (πρβλ. θιασ-ίτης), σχηματισμένος από ένα θ. φ(ε)ιδ-, το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για το θ. ενός αμάρτυρου ουσ. με σημ. «μέρος, μερίδιο» που πιθ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bh(e)id- «χωρίζω, διανέμω» (πρβλ. φείδομαι), αν όχι για την ίδια την λ. φειδώ. Συνεπώς, η κυριολ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που παίρνει την μερίδα που του αναλογεί». Η άποψη ότι ο τ. προήλθε από την λ. φιλία με εναλλαγή λ/δ (πρβλ. και τον τ. φιλίτια) δεν θεωρείται πιθανή].