ἀπέδιλος
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ον, A unshod, A.Pr.135, Nonn.D.5.407, al.:—also ἀπαυλ-δίλωτος, ον, Call.Cer.124.
German (Pape)
[Seite 283] unbeschuht, Aesch. Prom. 135.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπέδῑλος: -ον, ὁ ἄνευ πεδίλων, ἀνυπόδητος, Αἰσχύλ. Πρ 135. Ἐν Καλλ. ὕμν. εἰς Δήμ 124, -δίλωτος, ον.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans prendre le temps de se chausser.
Étymologie: ἀ, πέδιλον.
English (Slater)
ᾰπέδῑλος
1 unshod ποι]κιλω[ν ἐ]κ λεχέω[ν ἀπέ]διλ[ος (]δειλ[ Π.: supp. et corr. Lobel: sc. Diomedes) fr. 169. 36.
Spanish (DGE)
(ἀπέδῑλος) -ον
que no tiene los pies ligados fig. veloz, rápido ἀπέδιλος ἀλκά Alcm.1.15, σύθην δ' ἀπέδιλος ὄχῳ πτερωτῷ A.Pr.135, cf. Pi.Fr.169.36, Nonn.D.5.407.
Greek Monolingual
ἀπέδιλος, -ον (AM)
ο χωρίς πέδιλα, ανυπόδητος, ξυπόλυτος.
Greek Monotonic
ἀπέδῑλος: -ον (πέδιλον), ανυπόδητος, αυτός που δεν φοράει πέδιλα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπέδῑλος: необутый Aesch.