εἰκόνιον
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
English (LSJ)
τό, Dim. of εἰκών, Polem.Hist.18, Plu.2.753b, BGU423.21 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 726] τό, dim. von εἰκών, Bildchen, Plut. Them. 22; Ath. XIII, 574 d.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκόνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ εἰκών, Πολέμ. παρ’ Ἀθην. 574C, Πλούτ. 2. 753Β.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite image.
Étymologie: εἰκών.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): -ιν BGU 423.21 (II d.C.) en BL 8.27
imagen, retrato, estatua representando personas en casas y templos τῆς διαβοήτου ἑταίρας Polem.Hist.18, cf. D.L.2.132, εἰ. γὰρ ἀδελφὸς ἔχων AP 11.75 (Lucill.), ἔκειτο δὲ καὶ τοῦ Θεμιστοκλέους εἰ. ἐν τῷ ναῷ Plu.Them.22, ἀναδεῖν τὰ εἰκόνια a la puerta de la amada, Plu.2.753b, τῶν Σεβαστῶν POxy.3792.19 (IV d.C.), cf. BGU l.c.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
εἰκόνιον: τό изображеньице, небольшое изваяние (ἀναδεῖν τὰ εἰκόνια Plut.).