διαβατέος

From LSJ
Revision as of 12:32, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαβᾰτέος Medium diacritics: διαβατέος Low diacritics: διαβατέος Capitals: ΔΙΑΒΑΤΕΟΣ
Transliteration A: diabatéos Transliteration B: diabateos Transliteration C: diavateos Beta Code: diabate/os

English (LSJ)

α, ον, A that must be crossed or passed through, ποταμός X.An.2.4.6; νάπος ib.6.5.12. II διαβατέον one must cross, Plb. 5.51.5, Plu.Luc.31, etc.

Greek (Liddell-Scott)

διαβᾰτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθ. ὃν ὀφείλει τις νὰ διαβῇ ἢ περάση, ποταμὸς Ξεν. Ἀν. 2. 4, 6· νάπος αὐτόθι 6. 5, 12.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qu’on peut traverser.
Étymologie: adj. verb. de διαβαίνω.

Spanish (DGE)

-α, -ον
que ha de ser atravesado ποταμός X.An.2.4.6, τὸ νάπος X.An.6.5.12.

Greek Monotonic

διαβᾰτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του διαβαίνω, αυτός που πρέπει να περασθεί ή να γίνει διαβατός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

διαβᾰτέος: [adj. verb. к διαβαίνω
1) переходимый, доступный для переправы (ποταμός Xen.);
2) проходимый (τὸ νάπος Xen.).

Middle Liddell

διαβᾰτέος, η, ον verb. adj. of διαβαίνω
that can be crossed or passed through, Xen.