νεύρινος

From LSJ
Revision as of 12:55, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεύρῐνος Medium diacritics: νεύρινος Low diacritics: νεύρινος Capitals: ΝΕΥΡΙΝΟΣ
Transliteration A: neúrinos Transliteration B: neurinos Transliteration C: neyrinos Beta Code: neu/rinos

English (LSJ)

η, ον, A made of sinew, χορδή Arist.GA787b17; λύρα ν. τρίχορδος D.S.1.16; κράνη ν. Str.3.3.6. II made or consisting of fibres, Pl.Plt.279e.

German (Pape)

[Seite 247] aus Sehnen gemacht; Arist. gen. an. 5, 7; βρόχοι, Luc. Ocyp. 3; – od. aus Pflanzenfasern, τὰ μὲν νεύρινα περικαλύμματα φυτῶν ἐκ γῆς, Plat. Polit. 279 e.

Greek (Liddell-Scott)

νεύρῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ νεύρων πεποιημένος, ἀποτελούμενος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 7, 17. ΙΙ. ὁ πεποιημένος ἢ ἀποτελούμενος ἐξ ἰνῶν, Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε, Στράβ. 154.

Greek Monolingual

νεύρινος, -ίνη, -ον (Α) νεύρον
1. αυτός που αποτελείται ή κατασκευάζεται από νεύρο («λύραν νευρίνην τρίχορδον», Διόδ.)
2. αυτός που αποτελείται ή έχει κατασκευαστεί από φυτικές ίνες.

Russian (Dvoretsky)

νεύρῐνος:
1) волокнистый (περικαλύμματα φυτῶν Plat.);
2) сухожильный (χορδή Arst.);
3) сделанный из сухожилий (βρόχοι Luc.; κεκρύφαλος Plut.).

English (Woodhouse)

made of fibre

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)