ἀέθλιον

From LSJ
Revision as of 13:24, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τιμήσεσθαι τοιούτου τινὸς ἐμαυτῷ → estimate the penalty for myself at so high a rate

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀέθλιον Medium diacritics: ἀέθλιον Low diacritics: αέθλιον Capitals: ΑΕΘΛΙΟΝ
Transliteration A: aéthlion Transliteration B: aethlion Transliteration C: aethlion Beta Code: a)e/qlion

English (LSJ)

Ep. and Ion. for ἆθλον, A prise, Il.9.124, Od.8.108, APl.5.374, AP9.637 (Damoch.). II = ἆθλος, contest, Od.24.169, Call. Del.187.

German (Pape)

[Seite 38] τό, ep. u. Ion., eigentl. neutr. adject. von ἄεθλος ἄεθλον, auf homerische Art für das substant. gebraucht; Kampfpreis, Il. 23, 537 ἀλλ' ἄγε δή οἱ δῶμεν ἀέθλιον, 9, 124 ἵππους πηγοὺς ἀθλοφόρους, οἳ ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο, 127 ὅσσα μοι ἠνείκαντο ἀέθλια μώνυχες ἵπποι; der Wettkampf selbst, Od. 8, 108 ἀέθλια θαυμανέοντες, 21, 4 τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον ἐν μεγάροις Ὀδυσῆος, ἀέθλια καὶ φόνου ἀρχήν, vgl. 24, 169; Kampfgeräthe, Od. 21, 62 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' ἀμφίπολοι φέρον ὄγκιον, ἔνθα σίδηρος κεῖτο πολὺς καὶ χαλκός, ἀέθλια τοῖο ἄνακτος, vgl. 117. – Auch sp. D., wie Ap. Rh. 1, 997.

Greek (Liddell-Scott)

ἀέθλιον: Ἐπ. καὶ Ἰων. ἀντὶ ἆθλον, = τὸ βραβεῖον τοῦ ἀγῶνος, Ἰλ. Ι. 124, Ὀδ. Θ. 108. ΙΙ. ὁ ἆθλος, ὁ αγών, Ὀδ. Ω. 169, καὶ μεταγεν. Ἐπ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 prix de la lutte;
2 lutte.
Étymologie: ἄεθλον.

English (Autenrieth)

= ἄεθλον. Also pl. implements of combat, ‘weapons,’ Od. 21.4, 62, 117.

Spanish (DGE)

-ου, τό
1 premio, Il.9.124, Od.8.108, AP 9.637, 16.374, Nonn.D.37.548, 703, πλεῖστοι ἔθηκαν ἀέθλια καλὰ πόλεσ<σ>ι SEG 44.1182B.17 (Enoanda III d.C.) (aunque tb. interpr. c. el sent. de juegos).
2 prueba, competición, Od.24.169, Call.Del.187, Dian.108.
• Etimología: Término creado prob. como var. métr. de ἄεθλον.

Greek Monotonic

ἀέθλιον: Επικ. και Ιων. αντί ἆθλον,
I. βραβείο, έπαθλο αγώνα, σε Όμηρ.
II. αντί ἆθλος, αγώνας, διαγωνισμός, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀέθλιον: τό
1) награда победителю (на состязаниях), приз Hom.;
2) состязание Hom.;
3) pl. боевое снаряжение, оружие (πατρὸς ἀέθλια καλά Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀέθλιον -ου, τό metrische variant van ἆθλος en ἆθλον.