παραπλησιάζω
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
German (Pape)
[Seite 494] nahe sein, benachbart sein, Sp. Auch wie das simpl. beiwohnen, Arist. H. A. 10, 3, 1.
Greek (Liddell-Scott)
παραπλησιάζω: εἶμαι γείτων, Αἰσώπ. μῦθ. 270· εἶμαι πλησίον, τῷ γένει Ἐκκλ. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς σαρκικὴν μῖξιν, συνουσιάζομαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 1· ἀλλ’ ὁ Dind. διορθοῖ εἴπερ ἐπλησίαζε.
French (Bailly abrégé)
être voisin.
Étymologie: παραπλήσιος.
Greek Monolingual
ΝΑ
νεοελλ.
πλησιάζω πολύ ή επικίνδυνα κοντά
αρχ.
1. είμαι γείτονας, γειτονεύω
2. είμαι κοντά
3. μοιάζω
4. έρχομαι σε σαρκική μίξη, συνουσιάζομαι.
Greek Monotonic
παραπλησιάζω: βρίσκομαι πλησίον, είμαι γείτονας, σε Αίσωπ.
Russian (Dvoretsky)
παραπλησιάζω:
1) быть соседом, обитать по соседству Aesop.;
2) иметь сношения Arst.
Middle Liddell
to be a neighbour, Aesop.