ἀνθήλιος

From LSJ
Revision as of 17:05, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθήλιος Medium diacritics: ἀνθήλιος Low diacritics: ανθήλιος Capitals: ΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: anthḗlios Transliteration B: anthēlios Transliteration C: anthilios Beta Code: a)nqh/lios

English (LSJ)

ον, A = ἀντήλιος, q.v.

German (Pape)

[Seite 232] s. in der ion. Form ἀντήλιος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθήλιος: -ον, μεταγενέστερος τύπος ἀντὶ ἀντήλιος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
réc. c. ἀντήλιος.

Spanish (DGE)

v. ἀντήλιος.

Greek Monolingual

ο και ανθήλιο, το (Α ἀνθήλιος, -ον)
νεοελλ.
Ι. το ουδ. ως ουσ.
1. Ζωολ. ονομ. γένους των Μαλακίων
2. η ομπρέλα για τον ήλιο
II. το αρσ. ως ουσ. (Μετεωρ.) συγκεχυμένο είδωλο του ήλιου στο διαμετρικά αντίθετο σημείο του ουρανού
αρχ.
1. αυτός που αντικρίζει τον ήλιο (για τον αετό)
2. εκείνος που με τη σκιά του προστατεύει απ' τον ήλιο
3. αυτός που μοιάζει σαν ήλιος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθήλιος: ион. ἀντήλιος 2
1) находящийся против (восходящего) солнца, обращенный к востоку, восточный (ἀγκῶνες Soph.; ὄρος Plut.);
2) выставляемый на солнце, т. е. воздвигаемый перед воротами дома (δαίμονες Aesch.);
3) подобный солнцу, сияющий как солнце (πρόσωπον Eur.).