νεοδμής

From LSJ
Revision as of 19:28, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοδμής Medium diacritics: νεοδμής Low diacritics: νεοδμής Capitals: ΝΕΟΔΜΗΣ
Transliteration A: neodmḗs Transliteration B: neodmēs Transliteration C: neodmis Beta Code: neodmh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ, ἡ, = νεόδμητος (new-built, newly tamed, new-wedded, newly killed, born of recent defeat)¹, newly tamed, πῶλος h.Ap. 231 ; ν. γάμοι a newly formed marriage, E. Med. 1366.

German (Pape)

[Seite 241] ῆτος, = Folgdm; πῶλος, H. h. Apoll. 231; γάμοι, der neue Hochzeitbund, Eur. Med. 1366.

Greek (Liddell-Scott)

νεοδμής: ῆτος, ὁ, ἡ, = τῷ ἑπομ., ὁ νεωστὶ δαμασθείς, ἡμερωθείς, πῶλος Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 231· ν. γάμος, γάμος νεωστὶ συναφθείς, Εὐρ. Μήδ. 1366.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ὁ, ἡ)
nouvellement marié.
Étymologie: νέος, δαμάω.

Greek Monolingual

νεοδμής, ὁ και ἡ (Α)
1. (για άλογα) αυτός που έχει δαμαστεί πρόσφατα
2. (για γάμο) αυτός που έγινε πρόσφατα («ἀλλ' ὕβρις οἵ τε σοὶ νεοδμῆτες γάμοι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -δμής (< θ. δμᾱ- του δάμνημι «δαμάζω», πρβλ. δμητός), πρβλ. α-δμής: ά-δμητος].

Greek Monotonic

νεοδμής: -ῆτος, ὁ, ἡ, = το επόμ., πρόσφατα εξημερωμένος· πῶλος, σε Ομηρ. Ύμν.· γάμοι, γάμος που έγινε πρόσφατα, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νεοδμής: ῆτος adj.
1) недавно объезженный (πῶλος HH);
2) (о браке) недавно заключенный, недавний (γάμοι Eur.).

Middle Liddell

= νεόδμητος1]
newly tamed, πῶλος Hhymn.; γάμοι a newly formed marriage, Eur.