μελάμβροτος

From LSJ
Revision as of 19:30, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμβροτος Medium diacritics: μελάμβροτος Low diacritics: μελάμβροτος Capitals: ΜΕΛΑΜΒΡΟΤΟΣ
Transliteration A: melámbrotos Transliteration B: melambrotos Transliteration C: melamvrotos Beta Code: mela/mbrotos

English (LSJ)

γῆ land A of negroes, E.Fr.228.3; γείτονες μ. negroes, ib.771.4.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzen Menschen, von schwarzen Menschen bewohnt, Αἰθιοπὶς γῆ, Eur. frg. Archel. 2.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμβροτος: γῆ, γῆ τῶν Αἰθιόπων, Εὐρ. Ἀποσπ. 230. 3· γείτονες μελάμβροτοι, γείτονες μαῦροι τὸ χρῶμα, Στράβ. 1, 33, περὶ τὸ τέλος.

Greek Monolingual

μελάμβροτος, -ον (Α)
1. (για τη χώρα τών Αιθιόπων) αυτός που κατοικείται από μαύρους, μελαψούς ανθρώπους
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει μαύρο χρώμα, μαυρειδερός, μελαψός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + βροτός (πρβλ. αλεξίμβροτος, ημίβροτος)].

Russian (Dvoretsky)

μελάμβροτος:
1) населенный чернокожими людьми (Αἰθιοπὶς γῆ Eur.);
2) чернокожий (γείτονες Eur.).