ὄρχατος

From LSJ
Revision as of 20:20, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄρχᾰτος Medium diacritics: ὄρχατος Low diacritics: όρχατος Capitals: ΟΡΧΑΤΟΣ
Transliteration A: órchatos Transliteration B: orchatos Transliteration C: orchatos Beta Code: o)/rxatos

English (LSJ)

ὁ, A = ὄρχος, row of trees, πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφίς Il.14.123; πεπαίνοντ' ὀρχάτους ὀπωρινούς E.Fr.896.2; οἴνης ὀρχάτους Moschio Trag.6.12; hence also ὀδόντων ὄ. AP11.374 (Maced.); κιόνων Ach.Tat.5.1. 2 as collective Noun, orchard, garden, ἔκτοσθεν δ' αὐλῆς μέγας ὄρχατος Od.7.112, cf. 24.222, al.; ὄ. ἠνεμόεις AP9.314 (Anyt.).

German (Pape)

[Seite 389] ὁ (ὄρχος), ein umzäunter u. bepflanzter Platz, Garten; φυτῶν ὄρχατος, Kräutergarten, Il. 14, 123, vgl. Od. 7, 112. 24, 222; sp. D., ἠνεμόεις, Anyte 9 (IX, 314).

Greek (Liddell-Scott)

ὄρχᾰτος: ὁ, = ὄρχος, σειρὰ δένδρων, πολλοὶ δὲ φυτῶν ἔσαν ὄρχατοι ἀμφὶς Ἰλ. Ξ. 123· πεπαίνοντ’ ὀρχάτους ὀπωρινοὺς Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 115· ἐντεῦθεν καὶ ὄρχ. ὀδόντων Ἀνθ. Π. 11. 374· κιόνων Ἀχιλλ. Τάτ. 5. 1. 2) ὄνομα περιληπτικόν, ― κῆπος (πρβλ. τὸ Ἀγγλ. orchard), Λατ. hortus, ἔκτοσθεν δ’ αὐλῆς μέγας ὄρχατος Ὀδ. Η. 112, πρβλ. Ω. 221, 245, 257, 358. (Ἐκ τοῦ ὄρχος, ὡς τὸ μεσάτος εκ τοῦ μέσος, μύχατος, ἐκ τοῦ μυχός, κτλ.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 enclos d’arbres;
2 parc, jardin.
Étymologie: ἕρκω ; sel. d’autres, par allong. de ὄρχος.

English (Autenrieth)

(ὄρχος): trees planted in rows, orchard. (The resemblance between the Eng. and Greek words is accidental.)

Greek Monotonic

ὄρχᾰτος: ὁ (ὄρχος), σειρά από δέντρα ή φυτά, σε Ομήρ. Ιλ.· ως περιληπτικό ουσ., κήπος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ὄρχᾰτος:
1) изгородь, ряд (ὀδόντων Anth.);
2) сад или огород (φυτῶν ὄρχατοι Hom.).

Middle Liddell

ὄρχᾰτος, ὁ, ὄρχος
a row of trees or plants, Il.:— as collective noun, a garden, Od.