σπαθητός
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
English (LSJ)
ή, όν, A struck with the σπάθη, compactly woven, A.Fr.365, Democr.Eph. 1.
German (Pape)
[Seite 915] von Geweben, die auf dem senkrechten Webstuhle mit der σπάθη gewebt u. dichtgemacht sind; ὑφάσματα, Aesch. frg. 330, χλαῖνα, Soph. bei Poll. 7, 36.
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰθητός: -ή, -όν, ὁ διὰ τῆς σπάθης κτυπηθείς, πυκνῶς ὑφασμένος, «κρουστός», Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 331, Σοφοκλ. παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 36, πρβλ. Ἀθήν. 525D. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σπαθητόν· γυναικεῖον».
Greek Monolingual
-ή, -όν και δωρ. τ. σπαθατός, -ά, -όν, Α σπαθῶ
1. (για ύφασμα) πυκνά υφασμένος, κρουστός
2. (κατά τον Ησύχ.) «σπαθητόν
γυναικεῑον».
Russian (Dvoretsky)
σπᾰθητός: уплотненный, плотно сотканный, плотный (ὑφάσματα Aesch.).