διατορνεύω
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
A round off, Lib.Descr.30.6.
German (Pape)
[Seite 607] = simpl. τορνεύω; Liban.; Plut. adv. St. 44.
Greek (Liddell-Scott)
διατορνεύω: ἐξεργάζομαί τι διὰ τοῦ τόρνου, Λιβάν. 4. 1071.
French (Bailly abrégé)
fabriquer au tour, tourner.
Étymologie: διά, τορνεύω.
Spanish (DGE)
1 contornear ἡ λευκότης ... πρὸς τὸ φοίνιγμα διετόρνευσε Lib.Descr.30.14.
2 tornear λίθους καὶ ξύλα para esculpir ídolos, Cyr.Al.Ep.Fest.11.7.
Greek Monolingual
διατορνεύω (Α) τορνεύω
επεξεργάζομαι με τόρνο, φτιάχνω κάτι στρογγυλό.
Russian (Dvoretsky)
διατορνεύω: вырезать, гравировать (ἔπη γράμμασιν ἐν σησάμῳ Plut.).