διαδρηστεύω

From LSJ
Revision as of 11:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαδρηστεύω Medium diacritics: διαδρηστεύω Low diacritics: διαδρηστεύω Capitals: ΔΙΑΔΡΗΣΤΕΥΩ
Transliteration A: diadrēsteúō Transliteration B: diadrēsteuō Transliteration C: diadristeyo Beta Code: diadrhsteu/w

English (LSJ)

or διαδρηπετεύω, A run off, go over to, suggested emendations for διεπρήστευσε in Hdt.4.79.

German (Pape)

[Seite 577] = διαδιδράσκω, hat man Her. 4, 79 für διαπρηστεύω emendirt.

Greek (Liddell-Scott)

διαδρηστεύω: ἢ διαδρηπετεύω, φεύγω, ἀπέρχομαι εἰς τὸ ἕτερον μέρος, αὐτομολῶ· λέξις προταθεῖσα πρὸς διόρθωσιν τοῦ ἀδιανοήτου καὶ ἀνυπάρκτου διεπρήστευσε ἐν Ἡροδ. 5. 79· πρβλ. δραπετεύω.

French (Bailly abrégé)

s’enfuir.
Étymologie: διά, δρήστης, ion. c. δράστης.

Greek Monotonic

διαδρηστεύω ή διαδρηπετεύω: τρέπομαι σε φυγή, δραπετεύω, αυτομολώ, σε Ηρόδ.· διόρθωση για το δι-επρήστευσε, το οποίο δεν έχει νόημα.

Russian (Dvoretsky)

διαδρηστεύω: убегать, удирать (Her. - v.l. к *διαπρηστεύω).