καταθνητός

From LSJ
Revision as of 11:16, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθνητός Medium diacritics: καταθνητός Low diacritics: καταθνητός Capitals: ΚΑΤΑΘΝΗΤΟΣ
Transliteration A: katathnētós Transliteration B: katathnētos Transliteration C: katathnitos Beta Code: kataqnhto/s

English (LSJ)

ή, όν, A mortal, Il.5.402, h.Ap.464, etc.: fem., h.Ven. 39, 50.

German (Pape)

[Seite 1349] = simplex, sterblich; οὐ μὲν γάρ τι καταθνητός γ' ἐτέτυκτο Il. 5, 402; καταθνητοὶ ἄνθρωποι; das fem., καταθνητῇσι γυναιξίν, H. h. Ven. 39. 50; den falschen Accent κατάθνητος, Il. 5, 901, den Wolf u. Spitzner stehen ließen, hat Bekker berichtigt.

Greek (Liddell-Scott)

καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, Ἰλ. Ε. 402, κτλ.· τὸ θηλ. ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 39, 50.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mortel, périssable.
Étymologie: καταθνῄσκω.

English (Autenrieth)

mortal.

Greek Monolingual

καταθνητός, -ή, -όν (Α) καταθνήσκω
θνητός.

Greek Monotonic

καταθνητός: -ή, -όν, θνητός, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταθνητός -ή -όν [καταθνῄσκω] sterfelijk.

Russian (Dvoretsky)

καταθνητός: подвластный смерти, смертный (ἄνθρωποι Hom.; γυναῖκες HH).

Middle Liddell

κατα-θνητός, ή, όν
mortal, Il.