καταμωκάομαι

From LSJ
Revision as of 11:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at workjust at work until the one who is now constraining it is taken out.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμωκάομαι Medium diacritics: καταμωκάομαι Low diacritics: καταμωκάομαι Capitals: ΚΑΤΑΜΩΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: katamōkáomai Transliteration B: katamōkaomai Transliteration C: katamokaomai Beta Code: katamwka/omai

English (LSJ)

A mock at, c. gen., Plu.Demetr.13, Epict.Ench.22: c. acc., Anon. ap. Suid.: abs., LXX 2 Ch.30.10, Hld.7.25, Sch.A.R.3.791.

German (Pape)

[Seite 1364] verspotten, verlachen, τινός, Plut. Demetr. 13; Epict. enchir. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμωκάομαι: ἀποθ., ἐμπαίζω, καταγελῶ, ἄνευ πτώσεως, κλωγμὸς συριττόντων, καταμωκωμένων· μετὰ γεν., Πλουτ. Δημήτρ. 13, Ἐπικτ. Ἐγχειριδ. 22· μετ’αἰτ., Κλήμ. Ἀλ. 106, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· «καταμωκᾶσθαι, κατειρωνεύεσθαι, διασύρειν, κωμῳδεῖν, διακωμῳδεῖν, τωθάζειν», ὡς συνώνυμα μνημονεύει ὁ Πολυδ. Ϛ΄, 200, (πρβλ. τὸ Γαλλ. (se) moquer de).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
se moquer de, gén. .
Étymologie: κατά, μωκάω.

Greek Monotonic

καταμωκάομαι: αποθ., εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταμωκάομαι: смеяться, насмехаться (τινος Plut.).

Middle Liddell

Dep. to mock at, τινος Plut.