οἰκηματικός

From LSJ
Revision as of 11:40, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκημᾰτικός Medium diacritics: οἰκηματικός Low diacritics: οικηματικός Capitals: ΟΙΚΗΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: oikēmatikós Transliteration B: oikēmatikos Transliteration C: oikimatikos Beta Code: oi)khmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of a dwelling-house or room, D.L.5.55.

German (Pape)

[Seite 300] zum Hause oder Zimmer gehörig, D. L. 5, 55.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκημᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς οἴκημα, τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν Διογ. Λ. 5. 55.

Greek Monolingual

οἰκηματικός, -ή, -όν (Α) οίκημα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οίκημα, στην οικία («τῶν οἰκηματικῶν σκευῶν», Διογ. Λαέρτ.).

Russian (Dvoretsky)

οἰκημᾰτικός: относящийся к дому, домашний (σκεύη Diog. L.).