φιλόποτμος

From LSJ
Revision as of 11:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόποτμος Medium diacritics: φιλόποτμος Low diacritics: φιλόποτμος Capitals: ΦΙΛΟΠΟΤΜΟΣ
Transliteration A: philópotmos Transliteration B: philopotmos Transliteration C: filopotmos Beta Code: filo/potmos

English (LSJ)

ον, A fond of misery, unfortunate, Plu.2.986d (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόποτμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν δυστυχίαν ἢ τὴν ἀθλιότητα, δυστυχής, Πλούτ. 2. 986Ε.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που συνήθως είναι δύστυχος, αυτός που βρίσκεται σε δυστυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + πότμος «μοίρα, τύχη, συνήθως κακή»].

Russian (Dvoretsky)

φιλόποτμος: полный несчастий, бедственный (βίος Plut.).