συναφορίζω

From LSJ
Revision as of 12:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναφορίζω Medium diacritics: συναφορίζω Low diacritics: συναφορίζω Capitals: ΣΥΝΑΦΟΡΙΖΩ
Transliteration A: synaphorízō Transliteration B: synaphorizō Transliteration C: synaforizo Beta Code: sunafori/zw

English (LSJ)

A mark off together, ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plu.2.425b.

German (Pape)

[Seite 1006] mit od. zugleich abgrenzen, unterscheiden, Plut. def. or. 27.

Greek (Liddell-Scott)

συναφορίζω: συναποχωρίζω, ξεχωρίζω ὁμοῦ, ἅμα τινὶ Πλούτ, 2. 425Β.

French (Bailly abrégé)

délimiter ou séparer en même temps ou ensemble.
Étymologie: σύν, ἀφορίζω.

Greek Monolingual

Α
1. ξεχωρίζω κάτι μαζί ή ταυτόχρονα με κάτι άλλο
2. τιμωρώ κάποιον ταυτόχρονα με άλλον
3. αφορίζω κάποιον μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀφορίζω «καθορίζω, ξεχωρίζω, εξοστρακίζω»].

Russian (Dvoretsky)

συναφορίζω: одновременно отграничивать, отмежевывать (ἅμα τοῖς ὅλοις τὰ μέρη Plut.).