ἀμφιστρατάομαι

From LSJ
Revision as of 12:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιστρᾰτάομαι Medium diacritics: ἀμφιστρατάομαι Low diacritics: αμφιστρατάομαι Capitals: ΑΜΦΙΣΤΡΑΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: amphistratáomai Transliteration B: amphistrataomai Transliteration C: amfistrataomai Beta Code: a)mfistrata/omai

English (LSJ)

Dep., A beleaguer, besiege, Ep. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.11.713.

German (Pape)

[Seite 144] umlagern, πόλιν Il. 11, 713.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιστρᾰτάομαι: ἀποθ. περικυκλώνω διὰ στρατοῦ, πολιορκῶ, Ἐπ. πρκμ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Ἰλ. Λ. 713.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
impf. 3ᵉ pl. épq. ἀμφεστρατόωντο;
entourer de troupes, assiéger.
Étymologie: ἀμφί, στρατός.

English (Autenrieth)

besiege, only ipf., ἀμφεστρατόωντο, Il. 11.713†.

Spanish (DGE)

(ἀμφιστρᾰτάομαι) sitiar (πόλιν) ἀμφεστρατόωντο Il.11.713.

Greek Monotonic

ἀμφιστρᾰτάομαι: αποθ., περικυκλώνω με στρατό, πολιορκώ, Επικ. γʹ πληθ. παρατ. ἀμφεστρατόωντο πόλιν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφιστρᾰτάομαι: вести осаду, осаждать (πόλιν Hom.).

Middle Liddell


Dep. to beleaguer, besiege, epic pl. impf. ἀμφεστρατόωντο πόλιν Il.