ὀζόστομος

From LSJ
Revision as of 12:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀζόστομος Medium diacritics: ὀζόστομος Low diacritics: οζόστομος Capitals: ΟΖΟΣΤΟΜΟΣ
Transliteration A: ozóstomos Transliteration B: ozostomos Transliteration C: ozostomos Beta Code: o)zo/stomos

English (LSJ)

ον, A with foul breath, AP11.427 (Lucill.), M.Ant.5.28, Orib.Fr.24.

Greek (Liddell-Scott)

ὀζόστομος: -ον, ὁ κακὸν ὄζων τοῦ στόματος, ὁ ἔχων δυσώδη ἀναπνοή, Ἀνθ. Π. 11. 427, Μ. Ἀντων. 5. 28.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la bouche sent mauvais.
Étymologie: ὄζω, στόμα.

Greek Monolingual

ὀζόστομος, -ον (Α)
αυτός που έχει δυσώδη αναπνοή, που αποπνέει κακοσμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄζω «αναδίδω δυσάρεστη οσμή» + -στόμος (< στόμα)].

Greek Monotonic

ὀζόστομος: -ον (ὄζω, στόμα), αυτός που έχει δυσάρεστη αναπνοή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ὀζόστομος: с дурным запахом изо рта, со зловонным дыханием Anth.

Middle Liddell

ὀζό-στομος, ον, [ὄζω, στόμα
with bad breath, Anth.