βουλόμαχος

From LSJ
Revision as of 12:42, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουλόμᾰχος Medium diacritics: βουλόμαχος Low diacritics: βουλόμαχος Capitals: ΒΟΥΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: boulómachos Transliteration B: boulomachos Transliteration C: voulomachos Beta Code: boulo/maxos

English (LSJ)

ον, A strife-desiring, Ar.Pax1293 (hex.).

German (Pape)

[Seite 458] Streit wollend, streitsüchtig, Ar. Pax 1259.

Greek (Liddell-Scott)

βουλόμᾰχος: -ον, ὁ ἐπιθυμῶν, ἐφιέμενος μάχης, Ἀριστοφ. Εἰρ. 1293.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui veut combattre, belliqueux.
Étymologie: βούλομαι, μάχομαι.

Spanish (DGE)

(βουλόμᾰχος) -ον
belicoso, ἀνήρ en juego de palabras cóm. c. Λάμαχος Ar.Pax 1293.

Greek Monolingual

βουλόμαχος, -ον (Α)
όποιος επιθυμεί αγώνα ή μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βούλομαι + -μαχος < μάχομαι.

Greek Monotonic

βουλόμᾰχος: -ον (μάχη), αυτός που διψά για μάχη, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

βουλόμᾰχος: воинственный (ἀνήρ Arph.).

Middle Liddell

μάχη
strife-desiring, Ar.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουλόμαχος -ον βούλομαι, μάχη strijdlustig.