εὐάλφιτος

From LSJ
Revision as of 13:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐάλφῐτος Medium diacritics: εὐάλφιτος Low diacritics: ευάλφιτος Capitals: ΕΥΑΛΦΙΤΟΣ
Transliteration A: euálphitos Transliteration B: eualphitos Transliteration C: evalfitos Beta Code: eu)a/lfitos

English (LSJ)

ον, A of good meal, AP7.736 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 1056] φύστη Leon. Tar. 55 (VII, 736), von gutem Gerstenmehl.

Greek (Liddell-Scott)

εὐάλφῐτος: -ον, ἐκ καλοῦ ἀλεύρου, Ἀνθ. Π. 7. 736.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
préparé avec de la bonne farine.
Étymologie: εὖ, ἄλφιτον.

Greek Monolingual

εὐάλφιτος, -ον (Α)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλό αλεύρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -άλφιτος (< άλφιτον «πληγούρι»), πρβλ. λευκάλφιτος, πολυάλφιτος].

Greek Monotonic

εὐάλφῐτος: -ον (ἄλφιτον), αυτός που είναι φτιαγμένος από καλό αλεύρι, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐάλφῐτος: приготовленный из хорошей муки (φύστη Anth.).

Middle Liddell

εὐ-άλφῐτος, ον ἄλφιτον
of good meal, Anth.