εὔκισσος

From LSJ
Revision as of 13:10, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔκισσος Medium diacritics: εὔκισσος Low diacritics: εύκισσος Capitals: ΕΥΚΙΣΣΟΣ
Transliteration A: eúkissos Transliteration B: eukissos Transliteration C: eykissos Beta Code: eu)/kissos

English (LSJ)

ον, A ivied, Ἑλικών AP7.407 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1074] epheureich, Ἑλικών Diosc. 25 (VII, 407).

Greek (Liddell-Scott)

εὔκισσος: -ον, πλήρης κισσοῦ, Ἑλικὼν εὔκισσος Ἀνθ. Π. 7. 407, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au beau lierre.
Étymologie: εὖ, κισσός.

Greek Monolingual

εὔκισσος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός που έχει άφθονο κισσό («Ἑλικὼν εὔκισσος», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κισσός.

Greek Monotonic

εὔκισσος: -ον, σκεπασμένος με κισσό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔκισσος: весь поросший плющом (Ἑλικών Anth.).

Middle Liddell

εὔ-κισσος, ον
ivied, Anth.