δραγματηφόρος
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
ον, A carrying sheaves, Babr.88.16.
Greek (Liddell-Scott)
δραγμᾰτηφόρος: -ον, ὁ φέρων ἢ μεταφέρων δράγματα, δέματα σταχύων, Βάβρ. 88. 16.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte des gerbes.
Étymologie: δράγμα, φέρω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ el que transporta las gavillas μισθὸν δ' ἔταξε δραγματηφόροις δώσειν Babr.88.16.
Greek Monotonic
δραγμᾰτηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει δεμάτια, χειρόβολα, σε Βάβρ.
Russian (Dvoretsky)
δραγματηφόρος: несущий колосья Babr.