λιπόγυιος

From LSJ
Revision as of 13:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπόγυιος Medium diacritics: λιπόγυιος Low diacritics: λιπόγυιος Capitals: ΛΙΠΟΓΥΙΟΣ
Transliteration A: lipógyios Transliteration B: lipoguios Transliteration C: lipogyios Beta Code: lipo/guios

English (LSJ)

ον, A wanting a limb, maimed, lame, AP9.13 (Pl. Jun.).

German (Pape)

[Seite 51] der Glieder, oder des Gebrauchs der Glieder beraubt, bes. lahm, Plat. min. 1 (IX, 13).

Greek (Liddell-Scott)

λῐπόγυιος: -ον, ἐξ οὗ ἐλλείπει ἓν μέλος, ἠκρωτηριασμένος, χωλός, Ἀνθ. Π. 9. 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui n’a pas l’usage de ses membres.
Étymologie: λείπω, γυῖον.

Greek Monolingual

λιπόγυιος, -ον (Α)
αυτός που του λείπει ένα μέλος του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο)- + -γυιος (< γυῖον «μέλος σώματος»)].

Greek Monotonic

λῐπόγυιος: -ον (γυῖον), αυτός από τον οποίο λείπει κάποιο μέλος του σώματος, ακρωτηριασμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λῐπόγυιος: разбитый параличом или увечный (ἀνήρ Anth.).

Middle Liddell

λῐπό-γυιος, ον γυῖον
wanting a limb, maimed, Anth.