ταναϋφής
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
English (LSJ)
[ῠ], ές, (ὑφή) A woven long and finely, Hsch. (τανοϋφῆ cod.), Suid., hence restd. in S.Tr.602 for γ' εὐϋφῆ.
German (Pape)
[Seite 1067] ές, lang u. sein gewebt, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰναϋφής: [ῠ], ές, (ὑφὴ) λεπτοϋφής, Ἡσύχ. ὅθεν ὁ Wunder ἐπανορθοῖ τὴν λέξιν ἐν Σοφ. Τρ. 602 ἀντὶ γ’ εὐϋφῆ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’un tissu fin et délicat.
Étymologie: ταναός, ὑφαίνω.
Greek Monolingual
-ές, Α
λεπτοΰφαντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανα-υφής (αντί ταναουφής, με σίγηση του -ο-) < ταναός «υψηλός» + -υφής (< ὕφος), πρβλ. ἡμι-υφής].
Russian (Dvoretsky)
τᾰνᾰϋφής: тонкотканный (πέπλος Soph.).