χαλκάρματος

From LSJ
Revision as of 14:00, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκάρμᾰτος Medium diacritics: χαλκάρματος Low diacritics: χαλκάρματος Capitals: ΧΑΛΚΑΡΜΑΤΟΣ
Transliteration A: chalkármatos Transliteration B: chalkarmatos Transliteration C: chalkarmatos Beta Code: xalka/rmatos

English (LSJ)

ον, A with brazen chariot, epithet of Ares, Pi.P.4.87.

German (Pape)

[Seite 1329] mit ehernem Wagen, auf ehernem Wagen fahrend, πόσις Ἀφροδίτας, Pind. P. 4, 87, d. i. Ares.

Greek (Liddell-Scott)

χαλκάρμᾰτος: -ον, ὁ ἔχων χαλκοῦν ἅρμα, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, χαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας Πινδ. Π. 4. 155.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au char d’airain.
Étymologie: χαλκός, ἅρμα.

English (Slater)

χαλκάρμᾰτος
   1 with bronze chariot epithet of Aresχαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας” (P. 4.87)

Greek Monolingual

-ον, Α
(για τον Άρη) αυτός που είναι πάνω σε χάλκινο άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -άρματος (< ἅρμα, -ατος), χρυσ-άρματος].

Greek Monotonic

χαλκάρμᾰτος: -ον (ἅρμα), αυτός που έχει χάλκινο άρμα, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

χαλκάρμᾰτος: едущий на медной (бронзовой) колеснице: χ. πόσις Ἀφροδίτας Pind. = Ἄρης.

Middle Liddell

χαλκ-άρμᾰτος, ον, ἅρμα
with brasen chariot, Pind.