ἀείβολος
From LSJ
Ἐκ τῶν γυναικῶν ὄλλυται κόσμος μέγας → Magna ornamenta pereunt propter mulieres → Zum Opfer fällt den Frauen eine Menge Schmuck
English (LSJ)
ον, (βάλλω) A continually thrown, σφαῖρα AP6.282 (Theod.).
German (Pape)
[Seite 38] σφαῖρα, immer geworfen, Theodorld. 3 (VI, 282).
Greek (Liddell-Scott)
ἀείβολος: -ον, (βάλλω) ὁ συνεχῶς βαλλόμενος, Ἀνθ. Π. 6. 282.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lancé continuellement.
Étymologie: ἀεί, βάλλω.
Spanish (DGE)
-ον constantemente lanzado σφαῖρα AP 6.282 (Theodorus).
Greek Monotonic
ἀείβολος: -ον (βάλλω), αυτός που βάλλεται συνεχώς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀείβολος: постоянно кидаемый (σφαῖρα Anth.).
Middle Liddell
βάλλω
continually thrown, Anth.