ἀκροβελής
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
English (LSJ)
ές, A with point at end, AP6.62 (Phil.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροβελής: -ές, ἔχων ὀξεῖαν αἰχμὴν κατὰ τὸ ἄκρον, Ἀνθ. Π. 6, 62.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dont l’extrémité est en pointe.
Étymologie: ἄκρος, βέλος.
Spanish (DGE)
-ές que tiene punta δόναξ AP 6.62 (Phil.).
Greek Monolingual
ἀκροβελής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που έχει μυτερό άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -βελής < βέλος.
Greek Monotonic
ἀκροβελής: -ές (βέλος), με οξεία αιχμή στο τελείωμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροβελής: остроконечный (δόνακες Anth.).