ὑποτειχίζω

From LSJ
Revision as of 15:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποτειχίζω Medium diacritics: ὑποτειχίζω Low diacritics: υποτειχίζω Capitals: ΥΠΟΤΕΙΧΙΖΩ
Transliteration A: hypoteichízō Transliteration B: hypoteichizō Transliteration C: ypoteichizo Beta Code: u(poteixi/zw

English (LSJ)

A build a wall under or so as to intercept, build a crosswall, Th.6.99, App.Ill.19.

Greek (Liddell-Scott)

ὑποτειχίζω: κτίζω τεῖχος ὑποκάτω πρὸς ἀποκλεισμόν, κτίζω τεῖχος ἐγκάρσιον, Θουκ. 6. 99, Ἀππ. Ἰλλυρ. 19.

French (Bailly abrégé)

fortifier au-dessous par un mur, construire un mur de soutien.
Étymologie: ὑπό, τειχίζω.

Greek Monolingual

Α τειχίζω
χτίζω εγκάρσιο τείχος.

Greek Monotonic

ὑποτειχίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, κτίζω τείχος από κάτω για αποκλεισμό ή κατά πλάτος, διαγωνίως, κτίζω ένα εγκάρσιο τείχος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑποτειχίζω: подстраивать, строить контрукрепление: ὑ., ᾗ οἱ πολέμιοι ἔμελλον ἄξειν τὸ τεῖχος Thuc. строить свои укрепления там, где неприятели собрались возвести свои.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to build a wall under or across, build a cross-wall, Thuc.