μετεκδύομαι

From LSJ
Revision as of 16:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2")

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετεκδύομαι Medium diacritics: μετεκδύομαι Low diacritics: μετεκδύομαι Capitals: ΜΕΤΕΚΔΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metekdýomai Transliteration B: metekdyomai Transliteration C: metekdyomai Beta Code: metekdu/omai

English (LSJ)

Med., A pull off one's own clothes and put on others, μ. τὴν βασιλικὴν ἐσθῆτα J.AJ6.14.2: metaph., ἐπιείκειαν μ. ib.6.12.7; μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Plu.Num.15

German (Pape)

[Seite 158] (s. δύω), ein Kleid nach dem andern ausziehen, wechseln, übertr., τὴν ἑαυτοῦ φύσιν, Plut. Num. 15.

Greek (Liddell-Scott)

μετεκδύομαι: μέσ., ἀπεκδύομαι τὰ ἐνδύματά μου καὶ ἐνδύομαι ἄλλα, μ. βασιλικὴν ἐσθῆτα Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 14, 2· μ. τὴν αὐτῶν φύσιν Πλουτ. Νουμ. 15· τὸ σχῆμα τοῦ φιλοσόφου, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Μαξ. Τυρ.

French (Bailly abrégé)

changer de vêtement.
Étymologie: μετά, ἐκδύω.

Greek Monolingual

μετεκδύομαι (Α)
1. βγάζω τα ενδύματά μου και φορώ άλλα
2. αλλάζω χαρακτήρα ή φύση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἐκ-δύομαι «βγάζω τα ρούχα μου»].

Greek Monotonic

μετεκδύομαι: Μέσ., βγάζω τα ρούχα μου και φορώ άλλα (ανα)θεωρώ, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

μετεκδύομαι: досл. переодеваться, перен. совлекать с себя, т. е. менять (τὴν ἑαυτοῦ φύσιν Plut.).

Middle Liddell


Mid. to pull off one's own clothes and put on others, to assume, Plut.