ἀπόμελι
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
ιτος, τό, A honey-water, an inferior kind of mead, Dsc.5.9. 2 = ὀξύγλυκυ, τό, Antyll. ap. Orib.5.29.8, Philagr.ib.5.17, Gal.6.274.
German (Pape)
[Seite 314] ιτος, τό, eine Art schlechten Meths, Honigwasser, Galen.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόμελι: τό, ὑδρόμελι, εἶδος πενιχροῦ ποτοῦ, Διοσκ. 5. 17· -ὡσαύτως ὀξύγλυκυ, τό, Γαλην.
Spanish (DGE)
-ιτος, τό
aguamiel, hidromel καλοῦσι δέ τινες καὶ ἀ. τὸ ἐκπλυνομένων τῶν κηρίων ὕδατι σκευαζόμενον ὑδρόμελι καὶ ἀποτιθέμενον Dsc.5.9, ἀπόμελι δὲ κάλλιστον ἐν ὕδατι σκευάζεται Gal.6.274, ὑδρόμελι δὲ καὶ ἀπόμελι καὶ μελίμηλον αὐτὰ μὲν ἐφ' ἑαυτῶν οὐκ ἐπιτήδεια πόματα Antyll. en Orib.5.29.8, cf. Dieuch.19.7, Alex.Trall.1.309.14, 327.8, 335.6.
• Etimología: Comp. de ἀπό c. valor peyor. y μέλι, q.u.
Greek Monolingual
ἀπόμελι (-ιτος), το (Α)
υδρόμελι, φτωχικό ποτό.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: kind of mead, made from the water with which one washed the honeycombs (Dsc.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From μέλι; the prefix has pejorative meaning, Strömberg Wortstudien 29f.
Frisk Etymology German
ἀπόμελι: {apómeli}
Grammar: n.
Meaning: ‘Met-art, die von dem Wasser bereitet wurde, mit dem man die Honigwaben wusch’ (Dsk., Gal. u. a.).
Etymology : Das Präfix drückt eine Abart mit pejorativem Nebensinn aus, s. Strömberg Wortstudien 29f.
Page 1,125