κοσμήτωρ

From LSJ
Revision as of 16:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit

Menander, Monostichoi, 59
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμήτωρ Medium diacritics: κοσμήτωρ Low diacritics: κοσμήτωρ Capitals: ΚΟΣΜΗΤΩΡ
Transliteration A: kosmḗtōr Transliteration B: kosmētōr Transliteration C: kosmitor Beta Code: kosmh/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ, poet. for κοσμητής (in late Prose, Jul.Gal.49 e), A one who marshals an army, commander, leader, Ἀτρεΐδα… δύω, κοσμήτορε λαῶν Il.1.16, 375; δοιὼ… κοσμήτορε λαῶν 3.236; ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λ. Od.18.152; guide, director, παιδός A.R.1.194. 2 one who adorns, ἡρώων κ. Ὅμηρον Epigr. ap. Arist.Fr.76. 3 = κοσμητής 1.2, IG3.740, al.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμήτωρ: -ορος, ὁ ποιητ. ἀντὶ κοσμητής, ὁ παρατάττων στρατόν, ἢ ἄγων αὐτὸν εἰς πόλεμον, ἡγεμών, Ἀτρείδα... δύω, κοσμήτορε λαῶν Ἰλ. Α. 16, 375· δοιώ... κοσμήτορε λαῶν Γ. 236· ἐν χερσὶν ἔθηκε δέπας κοσμήτορι λαῶν Ὀδ. Σ. 152· ὁδηγός, διευθυντής, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 194. 2) κοσμητὴς Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 950, 953, 959, ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
ordonnateur ; chef.
Étymologie: κοσμέω.

English (Autenrieth)

ορος: marshaller, in Il. always κοσμήτορε λᾶῶν, of the Atrīdae and the Dioscūri; sing., Od. 18.152.

English (Slater)

κοσμήτωρ
   1 marshal Φρυγίας κοσμήτορα μάχας sc.? Ὅμηρον ?fr. 347.

Greek Monolingual

κοσμήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
βλ. κοσμήτορας.

Greek Monotonic

κοσμήτωρ: -ορος, ὁ, ποιητ. αντί κοσμητής, αυτός που διατάσσει το στράτευμα, διοικητής, αρχιστράτηγος, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοσμήτωρ -ορος, ὁ [κοσμέω] aanvoerder, leider.

Russian (Dvoretsky)

κοσμήτωρ: ορος ὁ вождь, предводитель, руководитель (λαῶν Hom.).

Middle Liddell

κοσμήτωρ, ορος, [poetic for κοσμητής
one who marshals an army, a commander, Hom.