ἰσόχρυσος

From LSJ
Revision as of 17:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")

ὁ γὰρ μανθάνων κιθαρίζειν κιθαρίζων μανθάνει κιθαρίζειν → he who is learning the harp, learns the harp by harping

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόχρῡσος Medium diacritics: ἰσόχρυσος Low diacritics: ισόχρυσος Capitals: ΙΣΟΧΡΥΣΟΣ
Transliteration A: isóchrysos Transliteration B: isochrysos Transliteration C: isochrysos Beta Code: i)so/xrusos

English (LSJ)

ον, A like gold, worth its weight in gold, Archipp.49, Archestr.Fr.15.3. II ἰσόχρυσον, τό, name of an eyesalve, CIL13.10021.85, Gal.12.785.

German (Pape)

[Seite 1268] goldgleich, dem Golde an Werth gleich, mit Gold aufgewogen; κάπρος Archestrat. bei Ath. VII, 305 e; Archipp. Poll. 6, 174.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόχρῡσος: -ον, ἴσος χρυσῷ, ἔχων ἀξίαν ἴσου βάρους χρυσοῦ, Ἄρχιππ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 305Ε, Συλλ. Ἐπιγρ. 1227.

Greek Monolingual

ἰσόχρυσος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει αξία ίση με ίσο βάρος χρυσού
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόχρυσον
ονομασία αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -χρυσός (< χρυσός), πρβλ. ολιγόχρυσος, ψευδόχρυσος].