κατασκευαστής

From LSJ
Revision as of 17:05, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")

Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind

Menander, Monostichoi, 530
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκευαστής Medium diacritics: κατασκευαστής Low diacritics: κατασκευαστής Capitals: ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kataskeuastḗs Transliteration B: kataskeuastēs Transliteration C: kataskevastis Beta Code: kataskeuasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A contriner, Hsch. and Suid. s.v. μηχανορράφος. 2 one who makes provision, commissariat officer, quartermaster, Just.Nov.30.7.1.

German (Pape)

[Seite 1378] ὁ, der Einrichtende, Zubereitende, Sp., auch im schlimmen Sinne, wie Suid. s. v. μηχανοῤῥάφος erkl.: κατασκευαστὴς τὰ φαῦλα μηχανώμενος.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκευαστής: -οῦ, ὁ, κατασκευάζων, ποιῶν, ὁ θεὸς τοῦ κόσμου κ. Τατιαν.· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασ., ὁ μηχανορράφος, ἐπινοητὴς κακῶν, ὁ τὰ φαῦλα μηχανώμενος, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ο θηλ. κατασκευάστρια (AM κατασκευαστής, θηλ. κατασκευάστρια) κατασκευάζω
1. αυτός που κατασκευάζει, αυτός που δημιουργεί («κατασκευαστής επίπλων»)
2. αυτός που μηχανεύεται κάτι, ο επινοητής, ο μηχανορράφος
μσν.-αρχ.
ο προμηθευτής τών αναγκαίων σε στρατιωτική μονάδα ο αξιωματικός επιμελητείας.